- κραματοποιέω
- κρᾱματοποιέω,A mix,
τὸ ποτὸν τῷ οἴνῳ Hippiatr.34
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ποτὸν τῷ οἴνῳ Hippiatr.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραματοποιοῦντας — κραματοποιέω mix pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)